- αστερίτης
- ἀστερίτης, ο (Α) [αστήρ]ονομασία μυθικού πολύτιμου λίθου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀστερίτης — mythical precious stone masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστερίτη — ἀστερίτης mythical precious stone masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστερίτην — ἀστερίτης mythical precious stone masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… … Dictionary of Greek
αστέριος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α., Κλαύδιος, Νέων και Νεονίλλας, οι μάρτυρες. Ήταν αδέλφια και κατάγονταν από την Κιλικία. Η μνήμη τους τιμάται στις 30 Οκτωβρίου. 2. Ο μάρτυρας. Αποκεφαλίστηκε μαζί με τον άγιο Αλέξανδρο, επειδή… … Dictionary of Greek